Πότσνταμ

Πότσνταμ
το г. Потсдам

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Πότσνταμ" в других словарях:

  • Πότσνταμ — (Potsdam). Πόλη της Γερμανίας, στον ποταμό Χάφελ, κοντά στο Βερολίνο. Ενδιαφέρον απέκτησε όταν έγινε έδρα του μεγάλου εκλέκτορα Φρειδερίκου Γουλιέλμου και γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της επί Φρειδερίκου του Μεγάλου. Σήμερα είναι βιομηχανική πόλη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βρανδεμβούργο — (Brandenburg). Ομόσπονδο κρατίδιο (29.476 τ. χλμ., 2.601.207 κάτ. το 2000) και πόλη (83.585 κάτ. το 1998) της ανατολικής Γερμανίας στο ίδιο κρατίδιο. Η πόλη Β. είναι αξιόλογο βιομηχανικό κέντρο (εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, χημικών προϊόντων… …   Dictionary of Greek

  • Σίνκελ, Καρλ Φρήντριχ — (Schinkel). Γερμανός αρχιτέκτονας (Νόυρουππιν 1781 Βερολίνο 1841). Η εργασία του τον τοποθετεί στα σύνο ρα μεταξύ νεοκλασικισμού και ρομαντισμού. Διαμορφώθηκε κοντά στο Φρήντριχ και στον Ντάβιντ Γκίλυ, αλλά από το 1803, σε ένα ταξίδι του στην… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Βίντελμπαντ, Βίλχελμ — (Wilhelm Windelband, Πότσνταμ 1848 – Χαϊδελβέργη 1915).Γερμανός ιστορικός της φιλοσοφίας και φιλόσοφος, καθηγητής σε διάφορα γερμανικά πανεπιστήμια. Ο Β. αντιπροσωπεύει,μαζί με τον Χ. Ρίκερτ και τον Χόφντινγκ, στη μετά το 1870 περίοδο της… …   Dictionary of Greek

  • Γιακόμπι, Καρλ Γκούσταφ Γιάκομπ — (Karl Gustav Jacob Jacobi, Πότσνταμ 1804 – Βερολίνο 1851). Γερμανός μαθηματικός, εβραϊκής καταγωγής. Από πάρα πολύ νέος έδειξε εξαιρετική ευφυΐα και κατά τη δημιουργική, σύντομη ζωή του συνέβαλε αξιοσημείωτα σε κάθε κλάδο της μαθηματικής γνώσης,… …   Dictionary of Greek

  • Γιακόμπι, Μόριτς Χέρμαν — (Moritz Hermann Jacobi, Πότσνταμ 1801 – 1874). Γερμανός φυσικός και εφευρέτης, αδελφός του μαθηματικού Καρλ Γκούσταφ Γιάκομπ Γ. (βλ. λ.). Το 1818 πήγε στη Ρωσία και το 1835 εξελέγη καθηγητής της ηλεκτρολογίας στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης.… …   Dictionary of Greek

  • Γκάιγκερ, Χανς — (Hans Geiger, Νόιστατ 1882 – Πότσνταμ 1945). Γερμανός φυσικός. Από το 1906 έως το 1912 εργάστηκε στην Αγγλία, στο εργαστήριο που διηύθυνε ο φυσικός Ράδερφορντ. Την περίοδο αυτή (1911) παρατήρησε μαζί με τον Μάρσντεν, την απόκλιση ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • Γκάλε, Γιόχαν Γκότφριντ — (Johann Gottfried Galle, Παπστχάους, Βυρτεμβέργη 1812 – Πότσνταμ 1910). Γερμανός αστρονόμος. Εργάστηκε αρχικά στο αστεροσκοπείο του Βερολίνου και το διάστημα 1851 97 διηύθυνε το αστεροσκοπείο του Μπρέσλαου. Το 1839 ανακάλυψε τρεις νέους κομήτες.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»